κλειδαρότρυπα

κλειδαρότρυπα
клучалка

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κλειδαρότρυπα — η 1. η οπή τής κλειδαριάς στην οποία εισέρχεται το κλειδί 2. παροιμ. «είναι από κείνους που είδε ο θεός από την κλειδαρότρυπα» για τους πολύ πλούσιους ή χωρίς αξία επιφανείς 3. φρ. αστρον. «Νεφέλωμα Κλειδαρότρυπας» ιδιόμορφος ερυθρός αστέρας και… …   Dictionary of Greek

  • κλειδαρότρυπα — η η τρύπα της κλειδαριάς: Κρυφοκοιτάζαμε από την κλειδαρότρυπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Goin' Through — Esta página o sección está siendo traducida del idioma Idioma no definido en la plantilla {{obtener idioma}}, añádelo a partir del artículo Goin Through, razón por la cual puede haber lagunas de contenidos, errores sintácticos o escritos sin …   Wikipedia Español

  • κλειδωνιάστρα — η [κλειδωνιά] η οπή τής κλειδωνιάς, η κλειδαρότρυπα …   Dictionary of Greek

  • κλειθρία — κλειθρία, ιων. τ. κληϊθρίη, ἡ (Α) [κλείθρον] (ενν. οπή) 1. η οπή τής κλειδωνιάς, η κλειδαρότρυπα 2. σχισμή, χαραμάδα πόρτας («δείξας τῇ χειρὶ πόρρωθεν ἀμαυρόν τι καὶ λεπτόν ὥσπερ διὰ κλειθρίας ἐσρέον φῶς», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • μπανίζω — 1. βλέπω κάποιον ξαφνικά («τὸν μπάνισα την ώρα που τό έσκαγε») 2. παρατηρώ κάποιον κρυφά («τήν μπάνισα από την κλειδαρότρυπα») 3. διακρίνω κάποιον ή κάτι από μακριά («τόν μπάνισα να περιμένει στη στάση») 4. κοιτάζω κάποιον ή κάτι με πολύ… …   Dictionary of Greek

  • φηλί — το, Ν (μόνον στη φρ.) «είναι φηλί κλειδί» είναι αχώριστοι φίλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί υποκορ. τής λ. θηλέα / θηλ(ε)ιά / φηλ(ε)ιά, η οποία, εκτός από την κύρια σημ. «βρόχος», μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει γενικά μια κοιλότητα μέσα στην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”